θεοφοβούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοφοβούμενος η θεοφοβούμενη το θεοφοβούμενο
      γενική του θεοφοβούμενου της θεοφοβούμενης του θεοφοβούμενου
    αιτιατική τον θεοφοβούμενο τη θεοφοβούμενη το θεοφοβούμενο
     κλητική θεοφοβούμενε θεοφοβούμενη θεοφοβούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοφοβούμενοι οι θεοφοβούμενες τα θεοφοβούμενα
      γενική των θεοφοβούμενων των θεοφοβούμενων των θεοφοβούμενων
    αιτιατική τους θεοφοβούμενους τις θεοφοβούμενες τα θεοφοβούμενα
     κλητική θεοφοβούμενοι θεοφοβούμενες θεοφοβούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεοφοβούμενος < θεο- + φοβούμενος

Μετοχή

θεοφοβούμενος, -η, -ο

  • που φοβάται / ευλαβείται το Θεό
    Μόλις είδε το σημάδι η θεοφοβούμενη γυναίκα σταυροκοπήθηκε.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.