φοβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φοβία | οι | φοβίες |
| γενική | της | φοβίας | των | φοβιών |
| αιτιατική | τη | φοβία | τις | φοβίες |
| κλητική | φοβία | φοβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φοβία θηλυκό
- έντονος φόβος για συγκεκριμένες καταστάσεις, ζώα κ.λπ. που προκαλεί άγχος και μόνο στη σκέψη του αντικείμενου του φόβου, χωρίς όμως απαραίτητα να φτάνει στα όρια του παθολογικού ζητήματος
- έχω φοβία και με τις ενέσεις, ανατριχιάζω μόνο που τις σκέφτομαι
- (ψυχιατρική) αγχώδης διαταραχή, παθολογικός και ψυχαναγκαστικός φόβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.