δέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δέος | ||
| γενική | του | δέους | ||
| αιτιατική | το | δέος | ||
| κλητική | δέος | |||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐ος
Ουσιαστικό
δέος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
συναίσθημα φόβου ή σεβασμού
Πηγές
- δέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δέος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| δεεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | δέος | τὰ | δέη - δέα | |
| γενική | τοῦ | δέους - δέατος | τῶν | δεῶν | |
| δοτική | τῷ | δέει | τοῖς | δέεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | δέος | τὰ | δέη - δέα | |
| κλητική ὦ! | δέος | δέη - δέα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δέει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | δεοῖν | |||
| Με επιπλέον τύπους, στη γενική ενικού και στον πληθυντικό. Πληθυντικοί και σε -α, όπως «χρέος». | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «ἄνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία 1
δέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwéyos (φόβος) → δείτε και τη λέξη δείδω
Εκφράσεις
Ετυμολογία 2
δέος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δέος ουδέτερο
- (ελληνιστική σημασία) έλλειψη
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλίαι M.62.21. στο Patrologiae cursus completus, series graeca, Τόμος 62, Επιμ. Jacques-Paul Migne
- ποία γὰρ ἀνάγκη τὸ ἁρπάζειν, εἰπέ μοι; ποία βία; Πενία, φησὶ, ποιεῖ, καὶ τὸ δέος τῶν ἀναγκαίων.
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλίαι M.62.21. στο Patrologiae cursus completus, series graeca, Τόμος 62, Επιμ. Jacques-Paul Migne
Πηγές
- δέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.