πανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πανικός | οι | πανικοί |
| γενική | του | πανικού | των | πανικών |
| αιτιατική | τον | πανικό | τους | πανικούς |
| κλητική | πανικέ | πανικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πανικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανικός, ο αναφερόμενος στον θεό Πάνα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νι‐κός
- τονικό παρώνυμο: Πανίκος
Ουσιαστικό
πανικός αρσενικό
- πολύ μεγάλος φόβος που οδηγεί σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις
- ※ Μέσα μου έτρεμα μα δεν τους έκανα το χατίρι να δείξω πανικό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (υπερβολή) η κατάσταση στην οποία κάποιος έχει πολλά πράγματα να κάνει σε πολύ λίγο χρόνο
- ↪ μέσα στον πανικό των προετοιμασιών για τον γάμο
Εκφράσεις
- με έπιασε πανικός → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πανικός
|
Αναφορές
- πανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.