φαντασίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαντασίωση | οι | φαντασιώσεις |
| γενική | της | φαντασίωσης* | των | φαντασιώσεων |
| αιτιατική | τη | φαντασίωση | τις | φαντασιώσεις |
| κλητική | φαντασίωση | φαντασιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φαντασιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαντασίωση < (καθαρεύουσα) και μεσαιωνική ελληνική φαντασίωσις < ελληνιστική κοινή φαντασιόω-φαντασιῶ[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fan.daˈsi.o.si/
Ουσιαστικό
φαντασίωση θηλυκό
- αυτό που φαντάζεται κάποιος, που το φαντασιώνεται, που πλάθει ζωντανά με τη φαντασία του μέσα στο μυαλό του
- «Τα θαύματα του Χριστού εκφράζουν τις φαντασιώσεις των ανθρώπων γι' αυτόν...» (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
- οι φανταστικές αναπαραστάσεις μιας επιθυμητής πραγματικότητας που σε παθολογικές καταστάσεις συγχέεται με την αντικειμενική πραγματικότητα
Συγγενικά
- αφάνταστος
- φαντασιοκόπημα
- φαντασιοπληξία
- φαντασιώνω
- φάντασμα
- φανταστικός
- φάσμα
- και → δείτε τη λέξη φαντασία
Αναφορές
- φαντασίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.