φοβερά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φοβερά < φοβερός

Επίρρημα

φοβερά

  1. εξαιρετικά, τόσο καλά που σχεδόν προκαλεί έκπληξη, καταπληκτικά
    Έσκισα στο τεστ. Τα πήγα φοβερά
    -Ηταν ωραία εκεί που πήγατε; Περάσατε καλά; -Φοβερά!
  2. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ
    Καλό και όμορφο παιδί, αλλά φοβερά αργόστροφο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φοβερά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.