φοβερά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φοβερά < φοβερός
Επίρρημα
φοβερά
- εξαιρετικά, τόσο καλά που σχεδόν προκαλεί έκπληξη, καταπληκτικά
- Έσκισα στο τεστ. Τα πήγα φοβερά
- -Ηταν ωραία εκεί που πήγατε; Περάσατε καλά; -Φοβερά!
- σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ
- Καλό και όμορφο παιδί, αλλά φοβερά αργόστροφο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.