αφοβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφοβία οι αφοβίες
      γενική της αφοβίας των αφοβιών
    αιτιατική την αφοβία τις αφοβίες
     κλητική αφοβία αφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφοβία < αρχαία ελληνική ἀφοβία

Ουσιαστικό

αφοβία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.