φοβέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | φοβέω - φοβῶ | φοβέομαι - φοβοῦμαι |
| Παρατατικός | ἐφόβουν | ἐφοβούμην |
| Μέλλοντας | φοβήσομαι - φοβηθήσομαι | |
| Αόριστος | ἐφόβησα | έφοβησάμην - έφοβήθην |
| Παρακείμενος | πεφόβημαι | |
| Υπερσυντέλικος | έπεφοβήμην | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
φοβέω, μέσο-παθητικό φοβέομαι-oῦμαι
- τρέπω σε φυγή, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια τρομαγμένος, τον τρομάζω για να φύγει (στον Όμηρο)
- φοβίζω, προκαλώ φόβο, τρομοκρατώ στα χρόνια μετά τον Όμηρο. Συνήθως με αιτιατική
- αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τους ἵππους
- φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν : εδραίωσαν το πολίτευμα εκφοβίζοντας
- φοβίζω με κάτι, απειλώ με κάτι
- Φοβοῦμαι: φοβάμαι
- φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες
- Με αιτιατική :οἱ δουλείαν καὶ δεσμὸν φοβούμενοι (αυτοί που φοβούνται την δουλεία και τα δεσμά)
- Με γενική : πεφοβημένος νυκτός
- Με απαρέμφατο : τὸ ἀποθνῄσκειν οὐδεὶς φοβεῖται,... τὸ ἀδικεῖν φοβεῖται
- με εμπρόθετα :ὑπό τινος : τρέπομαι σε φυγή από κάποιον φοβεῖσθαι εἴς και 'φοβεῖσθαι πρός ἀνδρὸς ἢ τέκνων (φοβάμαι για τον άντρα μου ή τα παιδιά μου), φοβηθεὶς ἀμφὶ τῇ γυναικί (φοβήθηκε μήπως αφορούσε τη γυναίκα του) ή περί τινος /τινι
- με δευτερεύουσες προτάσειςφοβείσθαι μή/ ὅπως μὴ, ὅτι ὡς : φοβάμαι ότι.., μήπως...
Σύνθετα
- ἐκφοβέω, ἐκφόβησις και νεοελληνικά εκφοβισμός και εκφόβηση
- καταφοβέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.