ευθυνόφοβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευθυνόφοβος | η | ευθυνόφοβη | το | ευθυνόφοβο |
| γενική | του | ευθυνόφοβου | της | ευθυνόφοβης | του | ευθυνόφοβου |
| αιτιατική | τον | ευθυνόφοβο | την | ευθυνόφοβη | το | ευθυνόφοβο |
| κλητική | ευθυνόφοβε | ευθυνόφοβη | ευθυνόφοβο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευθυνόφοβοι | οι | ευθυνόφοβες | τα | ευθυνόφοβα |
| γενική | των | ευθυνόφοβων | των | ευθυνόφοβων | των | ευθυνόφοβων |
| αιτιατική | τους | ευθυνόφοβους | τις | ευθυνόφοβες | τα | ευθυνόφοβα |
| κλητική | ευθυνόφοβοι | ευθυνόφοβες | ευθυνόφοβα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ευθυνοφοβία
- → δείτε τις λέξεις ευθύνη, ευθύς και φόβος
Μεταφράσεις
ευθυνόφοβος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.