ὑδροφοβία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὑδροφοβίᾱ | αἱ | ὑδροφοβίαι |
| γενική | τῆς | ὑδροφοβίᾱς | τῶν | ὑδροφοβιῶν |
| δοτική | τῇ | ὑδροφοβίᾳ | ταῖς | ὑδροφοβίαις |
| αιτιατική | τὴν | ὑδροφοβίᾱν | τὰς | ὑδροφοβίᾱς |
| κλητική ὦ! | ὑδροφοβίᾱ | ὑδροφοβίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑδροφοβίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑδροφοβίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὑδροφοβία < ὑδρο- + -φοβία
Πηγές
- ὑδροφοβία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.