πῦρ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πῦρ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πῦρ
Ουσιαστικό
πῦρ ουδέτερο
- πύρε (ουδέτερο)
Εκφράσεις
- ἄγγελος πυρός (άγγελος θανάτου)
- ἀδύνατον πῦρ παραμεῖναι χόρτῳ
- βάλλω πῦρ
- πῦρ γίνομαι (ανάβω ερωτικά)
- πῦρ πνέω
- στῦλος τοῦ πυρός
- ὑγρόν πῦρ
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
πυρ-
πυρ-
- ἀπύριν
- ἄπυρος
- ἐκπυρῶ
- ἐμπύρετος
- ἐμπύριος
- ζωοπυρῶ
- πυρά
- πυράγρα
- πύρεθρον (βοτανική)
- πύρεξις
- πυρέσσω
- πυρετός
- πυρετώνω
- πυρία
- πυριά
- πυριάζω, πυρίζω
- πυριάλωτος
- πυρίκαυστος
- πυριλόχευτος
- πυρίμορφος
- πύρινος
- πυρινοφλογισμένος
- πυρίπνοος
- πυρισμός
- πυριφλέγεθος
- πυρίφλεκτος
- πυριῶ
- πυρκαϊά
- πυρκατακαμένος
- πυροβολικά
- πυροβόλον
- πυρόβολος, πυριόβολος
- πυροβολῶ, πυριοβολῶ
- πυροδαυλός
- πυροειδής, πυρροειδής
- πυροκαμένος
- πυρομάχος
- πυρομματῶ
- πυροστάτης
- πυροστιά
- πυροφάνι
- πυροφλογοπόταμον
- πυροχάλκωμα
- πυρπολῶ
- πυρράκης
- πυρρόγαιος
- πυρρός
- πυρρότριχος
- πυρσόλευκος
- πυρσός
- πυρφλέγων
- πυρφλογίζω
- πυρφόρος
- πυρῶ
- πυρωδάτος
- πυρώδης
- πύρωμαν
- πυρώνω, πυρώννω
- πύρωσις
- πυρωτός
- ὑπερπυρικά κοκκία (υποδιαίρεση νομίσματος)
- ὑπέρπυρον, πέρπυρο (χρυσό νόμισμα)
- ὑπέρπυρος
- πυρός (κόκκος σταριού)
- πυρωνία
Πηγές
- σελ.319, Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ουσιαστικά ετερόκλιτα | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πῦρ | τὰ | πυρᾰ́ | ||||
| γενική | τοῦ | πυρός | τῶν | πυρῶν | ||||
| δοτική | τῷ | πυρῐ́ | τοῖς | πυροῖς | ||||
| αιτιατική | τὸ | πῦρ | τὰ | πυρᾰ́ | ||||
| κλητική ὦ! | πῦρ | πυρᾰ́ | ||||||
| Ενικός κατά την 3η κλίση. Πληθυντικός κατά τη 2η κλίση. Χωρίς δυϊκό αριθμό. | ||||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ετερόκλιτα' όπως «πῦρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥ [1][2]
Ουσιαστικό
πῦρ ουδέτερο
- το πυρ, η φωτιά
- ο ήλιος
- η τελετουργική πυρά για τη θυσία
- η νεκρική πυρά, της κηδείας
- η εστία του σπιτιού, η οικιακή πυρά
- η φωτιά του πυρσού
- η φλόγα
- ο πυρετός
- η θέρμη
- (στον πληθυντικό, πιθανόν του πυρόν: πυρά: οι στρατιωτικές εστίες στο στρατόπεδο ή σε σημεία απο τα οποία γινόταν αναμετάδοση μηνυμάτων
Εκφράσεις
- διὰ πυρὸς ἔρχομαι (τινί)
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
πυρ- πυρρ- πυρσ-
πυρ- πυρρ- πυρσ-
Διαφορετικό ετυμολογικό πεδίο στο πυρός (σιτάρι) & τα παράγωγά του όπως πυρήν, πυραμίς
Δε σχετίζονται: πύργος, καπυρός, λέπυρον, σπυρίς & τα παράγωγά τους, ούτε το πύραθος (=σπύραθος), προσεμπυρίζω (=προσεμπίπρημι).
Άγνωστης ετυμολογίας: πύρνος, πύρνον & τα παράγωγά τους.
Mε διπλή σημασία πῦρ (φωτιά) και πυρός (σιτάρι)
- η πυραλίς / πυραλλίς (με πυρ-, αλλά έχει προταθεί και < πυρός)
- πολύπυρος, πυρίδιον, πύρινος, πυρίτης, πυρογενής, πυροφορέω, πυροφόρος, πυρώδης
παράγωγα & σύνθετα του πῦρ: πυρ-, πυρρός, πυρσός, πυρετός, πυρία - για τη σημασία «σιτηρό» δείτε πυρός
- πυρι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα πυρι- στο Βικιλεξικό
- πυρο-, πυρ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα πυρο- στο Βικιλεξικό
- ἀκρόπυρος
- ἀμφίπυρος
- ἀναζωπυρέω
- ἀναζωπύρησις
- ἀναζωπυρόω
- ἀναζωπύρωσις
- ἀναπυρέττω
- ἀναπυρίζω
- ἀναπυρόω
- ἀναπυρσεύω
- ἀνεκπύρωτος
- ἀντιπυρσεύω
- ἀποπυρίας
- ἀποπυριατέον
- ἀποπυριάω
- ἀποπυρίζω
- ἀποπυρίς
- ἀπύρεκτος
- ἀπυρεξία
- ἀπύρετος
- ἀπυρίτης
- ἄπυρος
- ἀπύρωτος
- αὐτόπυρ
- δεξίπυρος
- Δηίπυρος
- διαπυριάομαι
- διαπύρινα
- διαπυρίζω
- διαπυρόομαι
- διάπυρος
- διαπυρόω
- διαπυρπαλαμάω
- διάπυρρος
- διαπυρσεύω
- διαπύρωσις
- διπυρίτης
- δίπυρος
- δορύπυρος
- ἐκζωπυρέω
- ἐκζωπύρησις
- ἐκπυράκτωσις
- ἐκπυριάω
- ἔκπυρος
- ἐκπυρόω
- ἐκπυρσεύω
- ἐκπύρωσις
- ἐκπυρωτικός
- ἐκπυρωτός
- ἔμπυρα
- ἐμπύρετος
- ἐμπύρευμα
- ἐμπυρεύω
- ἐμπυρία
- ἐμπυριβήτης
- ἐμπυρίζω
- ἐμπύριος
- ἐμπυρισμός
- ἐμπυριστής
- ἐμπυρισχησίφως
- ἐμπυρίφοιτος
- ἔμπυρος
- ἐμπυροσκόπος
- ἐμπυροτέχνης
- ἐμπυρόω
- ἔμπυρρος
- ἐμπυρσεύω
- ἐμπύρωσις
- ἐπιπυρέσσω
- ἐπιπυρεταίνω
- ἐπιπυριάω
- ἐπίπυρρος
- ἐπιπυρσεία
- ἑπτάπυρος
- εὐεκπύρωτος
- εὐπυροφόρος
- εὐπύρωτος
- ζάπυρος
- ζωπυρέω
- ζωπύρημα
- ζωπύριον
- ζωπυρίς
- ζώπυρον
- ζώπυρος
- ζωπύρωσις
- ἡμίπυρος
- ἡμιπύρωτος
- θεόπυρος
- καππυρίζω (καταπυρίζω)
- καταπυρίζω
- κατάπυρος
- καταπυρόω
- καταπυρπολέω
- κεβλήπυρις
- λευκόπυρρος
- ληξιπύρετος
- λιπυρία
- μειοπυρεξία
- μολοσσοπύρριχος
- νεοπυρίητος
- ξηροπυρία
- ξυλοπυρία
- ὁλοπυρῖται
- ὀρθοπυρεταίνω
- παρεκπυρόομαι
- παρεκπύρωσις
- πολύπυρος
- προπυρεταίνω
- προπυριατέον
- προπυριάω
- προπυρόω
- προσεκπυρόω
- προσπυριάω
- προσπυρόω
- πυρά
- πυράγηρα ?
- πυράγρα
- πυραγρέτης
- πυράγρη
- πυράζω
- πυραίθει
- πυραιθής
- πύραιθοι
- πυραίθουσα
- πυράϊνος
- Πυραίχμης
- πυράκανθα (?)
- πυράκμων (?)
- πυρακτέω
- πυρακτόω
- πυραλίς, πυραλλίς
- πύραστρον
- πυραυγής
- πύραυνος
- πυραύστης
- πυραύστρα
- πυράφλεκτος
- πυρβόλος
- πυρδαής
- πύρδαιον
- πύρδαλον
- πύρεθρον
- πυρεῖον, πυρεῖα
- πύρειος
- πυρεκβολίτης
- πυρέκβολος
- πυρεκτικός
- πυρεσσός
- πυρέσσω
- πυρεστία
- πυρεταίνω
- πυρετέω
- πυρετιάω
- πυρετικός
- πυρέτιον
- πυρετός
- πυρετοφόρος
- πυρέττω
- πυρετώδης
- πυρεύς
- πυρευτής
- πυρευτική
- πυρευτικός
- πυρεύω
- πυρή
- πυρητόκος
- πυρηφόρος
- πυρία
- πυριάλωτος
- πυρίαμα
- πυρίασις
- πυριαστέον
- πυριάτη
- πυριατήρ
- πυριατήριον
- πυριατός
- πυριάω
- πυριβήτης
- πυρίβιος
- πυρίβλητος
- πυριβόλος
- πυρίβουλος
- πυριβρεμέτης
- πυριβριθής
- πυρίβρομος
- πυρίβρωτος
- πυριγενέτης
- πυριγενής
- πυρίγληνος
- πυριγλώχιν
- πυριγόνος
- πυρίδαπτος
- πυρίδειπνος ?
- πυριδίνης
- πυρίδιον
- πυριδρακοντόζωνος
- πυρίδρομος
- πυρίεφθον
- πυριέθειρα
- πυριηκής, πυριήκης
- πυριθαλπής
- πυρίθυμος
- πυρικαής
- πυρίκαοι
- πυρίκαυστος
- πυρικαύτωρ
- πυρικλόνος
- πυρικλοπία
- πυρίκμητος
- πυρικοίτης
- πυρικός
- πυρικρόταφος
- πυρίκτιτος
- πυριλαμπής
- πυριλαμπίς
- πυρίληπτος
- πυριμανέω
- πυριμάρμαρος
- πυριμαχέω
- πυριμάχος
- πυρινόθριξ
- πύρινος
- πυρίον
- πύριος
- πυρίπαις
- πυριπηγάναξ
- πυριπληθής
- πυρίπλοκος
- πυρίπνευστος
- πυριπνέων
- πυρίπνοος
- πυρίπνους
- πυρίπολος
- πυριρραγής
- πυριρρόθιος
- Πύρις
- πυρισμάραγος
- πυρίσπαρτος
- πυρισπόρος
- πυρισθενής
- πυρίσσοος
- πυρίστακτος
- πυριστάτης
- πυριστεφής
- πυρισφάραγος
- πυρισφρήγιστος
- πυρισχησίφως
- πυρισώματος
- πυρίτης
- πυρῖτις
- πυρίτοκος
- πυριτρεφής
- πυριτρόφος
- πυρίτροχος
- πυριφανής
- πυρίφατος
- πυριφεγγής
- πυριφερής
- πυρίφευκτος
- πυριφλεγέθης
- πυριφλεγέθων
- Πυριφλεγέθων
- πυριφλεγής
- πυριφλέγων
- πυρίφλεκτος
- πυρίφλογος
- πυρίφοιτος
- πυριφόρος
- πυρίχαλκον ?
- πυριχαρής
- πυρίχη (πυρρίχη)
- πυρίχρως
- πυρκαεύς
- πυρκαϊά
- πυρκαιά
- πυρκαϊή
- πυρκαϊός
- πυρκόος
- πυροβόλος
- πυρογενής
- πυροδάνσιον
- πυρόδρομον ?
- πυροειδής
- πυρόεις
- πυροεργής
- πυροκλοπία
- πυρολαβίς
- πυρολαμπίς
- πυρομαντεία
- πυρόμαντις
- πυρομαχέω
- πυρομάχος
- πυρόν
- πυροπεμψίφλογος
- πυρορραγής
- πυρόσπορος
- πυροστάτης
- πυροστρόφον ?
- πυρότης
- πυροφοβέω
- πυροφορέω
- πυροφορικός
- πυροφόρος
- πυρόχρους
- πυρόω
- πυρπαλαμάομαι
- πυρπαλαμάω
- πυρπάλαμος
- πυρπερέγχει
- πύρπνοος
- πύρπνους
- πυρπολέω
- πυρπόλημα
- πυρπόλησις
- πυρπολητής
- πύρπολος
- πυρπόλος
- πύρρα
- Πύρρα
- πυρράζω
- πυρραία
- πυρράκειος
- πυρράκης
- πυρρίας
- πυρριάω
- πυρρίζω
- πυρρίχη
- πυρριχιακός
- πυρριχιοανάπαιστος
- πυρρίχιος
- πυρριχισμός
- πυρριχιστής
- πυρριχιστικός
- πυρριχίζω
- πύρριχος
- πυρρόξανθος
- πυρρόγειος
- πυρρογένειος
- πυρρόθριξ
- πυρροκόμης
- πυρροκόραξ
- πυρρομάκρεια
- πυρρόομαι
- πυρροπίπης
- πυρροποίκιλος
- πυρροπτέρυξ
- πυρρός
- Πύρρος ?
- πυρρόστυφον
- πυρρότης
- πυρρότριχος
- πυρρούλας
- πυρρόχροος
- πυρρώδης
- πυρσαίνω
- πυρσανίδες ?
- πυρσαυγής
- πυρσεία
- πυρσευτήρ
- πυρσευτής
- πυρσεύω
- πυρσοβολέω
- πυρσοβόλος
- πυρσογενής
- πυρσοδυνάστης
- πυρσοέλικτος
- πυρσόθριξ
- πυρσόκορσος
- πυρσόλοφοι
- πυρσόνωτος
- πυρσός
- πυρσοτόκος
- πυρσούριον
- πυρσουρίς
- πυρσουρός
- πυρσοφόρος
- πυρσόχαιτος
- πυρσώδης
- πυρσωπός
- πυρφορέω
- πυρφόρος
- πυρώδης
- πύρωμα
- πυρώπης
- πυρωπός
- πύρωθρον
- πύρωσις
- πυρώτερος
- πυρωτής
- πυρωτικός
- πυρωτός
- ῥιγοπύρετος
- σπονδειοπύρριχος
- συμπυριάω
- συμπυρόω
- συμπυρπολέω
- συναναζωπυρέω
- συνεκπυρόω
- συνεμπυρίζω
- σφυροπρησιπύρα
- ὑγροπυρινόψυχρος
- ὑπέκπυρος
- ὑπέρπυρος
- ὑπερπυρριάω
- ὑποπυρεταίνω
- ὑπόπυρος
- ὑποπυρρίζω
- ὑπόπυρρος
- ὑποπύρωπος
- ψευδόπυρα
? για έλεγχο: όσα έχουν ? και διαπύρσιος καλλίπυρος κρυψιπυρίς (pigra)
Αναφορές
- πῦρ σελ. 1260-1261 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- Reconstruction: Proto-Indo-European *péh₂wr̥ στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- πῦρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πῦρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.