πῦρ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πῦρ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πῦρ

Ουσιαστικό

πῦρ ουδέτερο

  1. φωτιά
  2. η φωτιά της κόλασης
  3. (μετωνυμία) αστραπή, κεραυνός
  4. (μεταφορικά) ερωτικός πόθος
     συνώνυμα: πύρα
  5. (μεταφορικά) ένταση θυμού

  • πύρε (ουδέτερο)

Εκφράσεις

  • ἄγγελος πυρός (άγγελος θανάτου)
  • ἀδύνατον πῦρ παραμεῖναι χόρτῳ
  • βάλλω πῦρ
  • πῦρ γίνομαι (ανάβω ερωτικά)
  • πῦρ πνέω
  • στῦλος τοῦ πυρός
  • ὑγρόν πῦρ

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
πυρ- 

  • πυρός (κόκκος σταριού)
  • πυρωνία

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ουσιαστικά ετερόκλιτα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πῦρ τὰ πυρᾰ́
      γενική τοῦ πυρός τῶν πυρῶν
      δοτική τῷ πυρῐ́ τοῖς πυροῖς
    αιτιατική τὸ πῦρ τὰ πυρᾰ́
     κλητική ! πῦρ πυρᾰ́
Ενικός κατά την 3η κλίση. Πληθυντικός κατά τη 2η κλίση.
Χωρίς δυϊκό αριθμό.
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ετερόκλιτα' όπως «πῦρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥ [1][2]

Ουσιαστικό

πῦρ ουδέτερο

  1. το πυρ, η φωτιά
  2. ο ήλιος
  3. η τελετουργική πυρά για τη θυσία
  4. η νεκρική πυρά, της κηδείας
  5. η εστία του σπιτιού, η οικιακή πυρά
  6. η φωτιά του πυρσού
  7. η φλόγα
  8. ο πυρετός
  9. η θέρμη
  10. (στον πληθυντικό, πιθανόν του πυρόν: πυρά: οι στρατιωτικές εστίες στο στρατόπεδο ή σε σημεία απο τα οποία γινόταν αναμετάδοση μηνυμάτων

Εκφράσεις

  • διὰ πυρὸς ἔρχομαι (τινί)

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
πυρ- πυρρ- πυρσ- 

Διαφορετικό ετυμολογικό πεδίο στο πυρός (σιτάρι) & τα παράγωγά του όπως πυρήν, πυραμίς
Δε σχετίζονται: πύργος, καπυρός, λέπυρον, σπυρίς & τα παράγωγά τους, ούτε το πύραθος (=σπύραθος), προσεμπυρίζω (=προσεμπίπρημι).
Άγνωστης ετυμολογίας: πύρνος, πύρνον & τα παράγωγά τους.
Mε διπλή σημασία πῦρ (φωτιά) και πυρός (σιτάρι)

Αναφορές

  1. πῦρ σελ. 1260-1261 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. Reconstruction: Proto-Indo-European *péh₂wr̥ στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.