πυρήν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυρήν οἱ πυρῆνες
      γενική τοῦ πυρῆνος τῶν πυρήνων
      δοτική τῷ πυρῆν τοῖς πυρῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πυρῆν τοὺς πυρῆνᾰς
     κλητική ! πυρήν πυρῆνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρῆνε
γεν-δοτ τοῖν  πυρήνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'σωλήν' όπως «σωλήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρήν < πυρός (αρσενικό, σιτάρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥ (σιτάρι, σιτηρά) απ' όπου και το πῦρ. [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πυρήνα, νέα ελληνικά: πυρήνας

Ουσιαστικό

πυρήν αρσενικό

  1. κουκούτσι
  2. σπόρος αρωματικού φυτού για θυμιάματα

Συγγενικά

  • ἀπυρηνομήλη
  • ἀπύρηνος
  • διπύρηνος
  • ἐκπυρήνισις
  • ἐκπυρηνισμός
  • ἐκπυρηνίζω
  • μαλακοπύρηνος
  • μικροπύρηνος
  • πολυπύρηνος
  • πυρηνάδες
  • πυρήνεμος
  • πυρηνίδιον
  • πυρήνιον
  • πυρηνίζειν
  • πυρηνοειδής
  • πυρηνοσμίλη
  • πυρηνώδης

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.