κεραυνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεραυνός οι κεραυνοί
      γενική του κεραυνού των κεραυνών
    αιτιατική τον κεραυνό τους κεραυνούς
     κλητική κεραυνέ κεραυνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κεραυνός στο Ιράν, σε αργή κίνηση

Ετυμολογία

κεραυνός < αρχαία ελληνική κεραυνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-[1] (θραύω, θρυμματίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.ɾavˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεραυνός

Ουσιαστικό

κεραυνός αρσενικό

  1. (μετεωρολογία) ηλεκτρική εκκένωση που συνοδεύεται από εκτυφλωτική λάμψη (αστραπή) και βίαιη έκρηξη (βροντή)
  2. (μεταφορικά):
    1. για κάτι ξαφνικό, που συμβαίνει απροσδόκητα· που είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο
      το άκουσμα του θανάτου του πατέρα του, του ήρθε σαν κεραυνός
    2. για πράξεις ή ενέργειες που είναι βίαιες ή εκρηκτικές, ορμητικές, που ενέχουν απειλές
      με το που έλαβε το λόγο, άρχισε να πετά κεραυνούς στο αποσβολωμένο ακροατήριο

Εκφράσεις

  • κεραυνός εν αιθρία : αναπάντεχο περιστατικό

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Υποκοριστικά

  • κεραυνάκος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κεραυνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-[1] (θραύω, θρυμματίζω)

Ουσιαστικό

κεραυνός αρσενικό

  • (μετεωρολογία) κεραυνός ως φυσικό φαινόμενο, αλλά και ως το όπλο του βασιλιά των θεών, Δία
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 403 (403-407)
    τί γάρ ἐστιν δῆθ᾽ ὁ κεραυνός; | ΣΩ. ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ, | ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ, κἄπειθ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης | ῥήξας αὐτὰς ἔξω φέρεται σοβαρὸς διὰ τὴν πυκνότητα, | ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης αὐτὸς ἑαυτὸν κατακαίων.
    αλλά ο κεραυνός τελοσπάντων τί πράμα λες να ᾽ναι; | ΣΩΚ. Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά και κλειστεί από παντού σε νεφέλη, | από μέσα φυσώντας πολύ δυνατά τη φουσκώνει σα φούσκα, και τότε, απ᾽ την πίεση | τη σπάει, κι όπως είναι πυκνός, ξεπετιέται προς τα έξω με φόρα, | κι απ᾽ την τόση του αντάρα, την τόση του ορμή φωτιά παίρνει και καίγεται ο ίδιος.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr

Συγγενικά

  • ἐγχεικέραυνος
  • κεραυνεγχής
  • κεραύνειος
  • κεραυνία
  • κεραυνίας
  • κεραύνιον
  • κεραύνιος
  • κεραυνόβλητος
  • κεραυνόβολος
  • κεραυνοβρόντης
  • κεραυνοκλόνος
  • κεραυνομάχης
  • κεραυνόπληκτος
  • κεραυνόπλους
  • κεραυνοποιός
  • κεραυνοσκοπεῖον
  • κεραυνοσκοπία
  • κεραυνοῦχος
  • κεραυνοφαής
  • κεραυνοφόρος
  • κεραυνόω
  • κεραύνωσις
  • τερπικέραυνος

Πηγές

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.