διάπυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάπυρος η διάπυρη το διάπυρο
      γενική του διάπυρου της διάπυρης του διάπυρου
    αιτιατική τον διάπυρο τη διάπυρη το διάπυρο
     κλητική διάπυρε διάπυρη διάπυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάπυροι οι διάπυρες τα διάπυρα
      γενική των διάπυρων των διάπυρων των διάπυρων
    αιτιατική τους διάπυρους τις διάπυρες τα διάπυρα
     κλητική διάπυροι διάπυρες διάπυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διάπυρος < αρχαία ελληνική διάπυρος < διά + πῦρ

Επίθετο

διάπυρος

  1. πυρακτωμένος
  2. (μεταφορικά) ένθερμος, με μεγάλη ένταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.