πύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πύρα οι πύρες
      γενική της πύρας
    αιτιατική την πύρα τις πύρες
     κλητική πύρα πύρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πύρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πύρα < πυρώνω + (με αναδρομικό σχηματισμό)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.ɾa/
ομόηχα: πείρα, πήρα
τονικό παρώνυμο: πυρά

Ουσιαστικό

πύρα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) θερμότητα από τη φωτιά
  2. (μεταφορικά) έξαψη

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πύρα < πυρ(ώνω) + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Ουσιαστικό

πύρα

  1. φωτιά
    1. νεκρική πυρά
    2. φλόγα
  2. ακτινοβολία θερμότητας, η πύρα
  3. (στον πληθυντικό) θερμαντικό επίθεμα
     συνώνυμα: πυρία
  4. (μεταφορικά) ερωτικό πάθος

Συγγενικά

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.