πυρρόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πυρρόθριξ | οἱ/αἱ | πυρρόθριχες |
| γενική | τοῦ/τῆς | πυρρόθριχος | τῶν | πυρροθρίχων |
| δοτική | τῷ/τῇ | πυρρόθριχῐ | τοῖς/ταῖς | πυρρόθριξῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πυρρόθριχᾰ | τοὺς/τὰς | πυρρόθριχᾰς |
| κλητική ὦ! | πυρρόθριξ | πυρρόθριχες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρρόθριχε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυρροθρίχοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυρρόθριξ < πυρρό- + -θριξ < θρίξ (τρίχα)
Επίθετο
πυρρόθριξ
- αυτός που έχει ξανθοκόκκινες τρίχες, κοκκινομάλλης
- ※ εἰπεῖν μοι Κριτίᾳ πυρρότριχι πατρὸς ἀκούειν (Αριστοτέλης, Ρητορική, 1)
Πηγές
- πυρρόθριξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυρρόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.