πυρπόλημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πυρπόλημᾰ | τὰ | πυρπολήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | πυρπολήμᾰτος | τῶν | πυρπολημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | πυρπολήμᾰτῐ | τοῖς | πυρπολήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | πυρπόλημᾰ | τὰ | πυρπολήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | πυρπόλημᾰ | πυρπολήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρπολήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυρπολημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- πυρπόλημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυρπόλημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.