πυρομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρομαντεία οι πυρομαντείες
      γενική της πυρομαντείας των πυρομαντειών
    αιτιατική την πυρομαντεία τις πυρομαντείες
     κλητική πυρομαντεία πυρομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρομαντεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρομαντεία < πυρο- + -μαντεία

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ɾo.manˈdi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρομαντεία

Ουσιαστικό

πυρομαντεία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυρομαντεί αἱ πυρομαντεῖαι
      γενική τῆς πυρομαντείᾱς τῶν πυρομαντειῶν
      δοτική τῇ πυρομαντεί ταῖς πυρομαντείαις
    αιτιατική τὴν πυρομαντείᾱν τὰς πυρομαντείᾱς
     κλητική ! πυρομαντεί πυρομαντεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρομαντεί
γεν-δοτ τοῖν  πυρομαντείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρομαντεία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πυρο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

πυρομαντεία θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μαντεία, πῦρ και μάντις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.