πυρρόξανθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρρόξανθος η πυρρόξανθη το πυρρόξανθο
      γενική του πυρρόξανθου της πυρρόξανθης του πυρρόξανθου
    αιτιατική τον πυρρόξανθο την πυρρόξανθη το πυρρόξανθο
     κλητική πυρρόξανθε πυρρόξανθη πυρρόξανθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρρόξανθοι οι πυρρόξανθες τα πυρρόξανθα
      γενική των πυρρόξανθων των πυρρόξανθων των πυρρόξανθων
    αιτιατική τους πυρρόξανθους τις πυρρόξανθες τα πυρρόξανθα
     κλητική πυρρόξανθοι πυρρόξανθες πυρρόξανθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυρρόξανθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρρόξανθος

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈɾo.ksan.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρρόξανθος

Επίθετο

πυρρόξανθος, -η, -ο

  • (λογοτεχνικό) που είναι συνδυασμός κόκκινου και ξανθού στο χρώμα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πυρρόξανθος τὸ πυρρόξανθον
      γενική τοῦ/τῆς πυρροξάνθου τοῦ πυρροξάνθου
      δοτική τῷ/τῇ πυρροξάνθ τῷ πυρροξάνθ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρρόξανθον τὸ πυρρόξανθον
     κλητική ! πυρρόξανθε πυρρόξανθον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυρρόξανθοι τὰ πυρρόξανθ
      γενική τῶν πυρροξάνθων τῶν πυρροξάνθων
      δοτική τοῖς/ταῖς πυρροξάνθοις τοῖς πυρροξάνθοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυρροξάνθους τὰ πυρρόξανθ
     κλητική ! πυρρόξανθοι πυρρόξανθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυρροξάνθω τὼ πυρροξάνθω
      γεν-δοτ τοῖν πυρροξάνθοιν τοῖν πυρροξάνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυρρόξανθος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πυρρόξανθος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.