πυρετώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυρετώδης | η | πυρετώδης | το | πυρετώδες |
| γενική | του | πυρετώδους | της | πυρετώδους | του | πυρετώδους |
| αιτιατική | τον | πυρετώδη | την | πυρετώδη | το | πυρετώδες |
| κλητική | πυρετώδη(ς) | πυρετώδης | πυρετώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυρετώδεις | οι | πυρετώδεις | τα | πυρετώδη |
| γενική | των | πυρετωδών | των | πυρετωδών | των | πυρετωδών |
| αιτιατική | τους | πυρετώδεις | τις | πυρετώδεις | τα | πυρετώδη |
| κλητική | πυρετώδεις | πυρετώδεις | πυρετώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυρετώδης < αρχαία ελληνική πυρετώδης
Επίθετο
πυρετώδης
- (ιατρική) που σχετίζεται με τον πυρετό ή που προκαλεί πυρετό
- που βρίσκεται σε κατάσταση πυρετού
- που μοιάζει με φλεγμονή ή προακαλείται από φλεγμονή
- (μεταφορικά) που πραγματοποιείται με πολύ ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα ή που εκφράζεται με μεγάλη ένταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.