πύραυνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πῠραυνο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πύραυνος | οἱ | πύραυνοι | |
| γενική | τοῦ | πυραύνου | τῶν | πυραύνων | |
| δοτική | τῷ | πυραύνῳ | τοῖς | πυραύνοις | |
| αιτιατική | τὸν | πύραυνον | τοὺς | πυραύνους | |
| κλητική ὦ! | πύραυνε | πύραυνοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυραύνω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυραύνοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- πύραυνος, λέξη του 2ου αιώνα κε < πῦρ + -αυνος < αὔω (με τη σημασία "ανάβω φωτιά")
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πύραυνο
Ουσιαστικό
πύραυνος [ῠ] αρσενικό (στον ενικό, και ουδέτερο πύραυνον)
- (ελληνιστική κοινή) αγγείο με ευρύ στομια που περιείχε αναμμένα κάρβουνα, (πρβλ. σύγχρονο μαγκάλι)[1]
Αναφορές
Αναφορές
- πύραυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πύραυνος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.