πυρσεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πυρσεύω < πυρσός

Ρήμα

πυρσεύω

  1. ανάβω πυρσούς
  2. μεταδίδω μηνύματα ανάβοντας συνθηματικά πυρσούς
  3. πυρπολώ
  4. κάνω κάτι να λάμπει σαν πυρσός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.