πυροειδής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ πυροειδής τὸ πυροειδές οἱ, αἱ πυροειδεῖς τὰ πυροειδ
Γενική τοῦ, τῆς πυροειδοῦς τοῦ πυροειδοῦς τῶν πυροειδῶν τῶν πυροειδῶν
Δοτική τῷ, τῇ πυροειδεῖ τῷ πυροειδεῖ τοῖς, ταῖς πυροειδέσι(ν) τοῖς πυροειδέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν πυροειδ τὸ πυροειδές τοὺς, τὰς πυροειδεῖς τὰ πυροειδ
Κλητική πυροειδές πυροειδές πυροειδεῖς πυροειδ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική πυροειδεῖ
Γενική-Δοτική πυροειδοῖν

Ετυμολογία

πυροειδής < πῦρ εἶδος

Επίθετο

πυροειδής,ής,ές

  1. σαν φωτιά, που μοιάζει πύρινος
  2. φλογερός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.