πυρορραγής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ πυρροραγής | τὸ πυρροραγές | οἱ, αἱ πυρροραγεῖς | τὰ πυρροραγῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς πυρροραγοῦς | τοῦ πυρροραγοῦς | τῶν πυρροραγῶν | τῶν πυρροραγῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ πυρροραγεῖ | τῷ πυρροραγεῖ | τοῖς, ταῖς πυρροραγέσι(ν) | τοῖς πυρροραγέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν πυρροραγῆ | τὸ πυρροραγές | τοὺς, τὰς πυρροραγεῖς | τὰ πυρροραγῆ |
| Κλητική | πυρροραγές | πυρροραγές | πυρροραγεῖς | πυρροραγῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | πυρροραγεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | πυρροραγοῖν | |||
Επίθετο
πυρορραγής,ής,ές
- που έσπασε, ράγισε από τη φωτιά
- ἐμοὶ μελήσει ταῦτ᾽, ἐπεί τοι καὶ ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυροῤῥαγὲς κἄλλως θεοῖσιν ἐχθρόν (Αριστοφάνη Αχαρν. 933)
- που μπορεί να σπάσει από την υψηλή θερμοκρασία, ο εύθραυστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.