πυρά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυρά | οι | πυρές |
| γενική | της | πυράς | των | πυρών |
| αιτιατική | την | πυρά | τις | πυρές |
| κλητική | πυρά | πυρές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- πυρά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυρά (βωμός για έμπυρες θυσίες)[1] < πῦρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρά
- τονικά παρώνυμα: πύρα, πείρα, πήρα
Ουσιαστικό
πυρά θηλυκό
- εστία φωτιάς
- ... κλιβάνων συνεχούς λειτουργίας και πυράς χαλυβουργικών εργοστασίων και μεταλλουργείων (Β.Δ. 748/1966, ΦΕΚ Α' 179)
- (ειδικότερα) η φωτιά ως μέσο θανάτωσης ή καταστροφής
- ※ Στις αποθήκες του ωστόσο φυλάσσονταν χιλιάδες θραύσματα, κυρίως κεραμικής, τα οποία συνέλεξαν οι αρχαιολόγοι του περασμένου αιώνα από τους αποθέτες και τις πυρές του Ιερού της Παρθένου. (εφ. Καθημερινή, 28.07.2021)
- ↪πολλοί άνθρωποι πέθαναν στην πυρά ως αιρετικοί
- ↪Στη Γερμανία του 1939 χιλιάδες βιβλία ρίχτηκαν στην πυρά
- (κυπριακά) η ζέστη
Εκφράσεις
- στην πυρά : στα σοβαρά ή για λογοπαίγνιο, όταν κάτι πρέπει να καταστραφεί ολοσχερώς
Ετυμολογία 2
- πυρά, κλιτικός τύπος < αρχαία ελληνική «τὰ πυρά (φωτιές, συνήθως σε στρατόπεδο)
Αναφορές
- πυρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πυρᾱ́ | αἱ | πυραί |
| γενική | τῆς | πυρᾶς | τῶν | πυρῶν |
| δοτική | τῇ | πυρᾷ | ταῖς | πυραῖς |
| αιτιατική | τὴν | πυρᾱ́ν | τὰς | πυρᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | πυρᾱ́ | πυραί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυραῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυρά < πῦρ
Ουσιαστικό
πυρά θηλυκό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πυρά ουδέτερο στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πῦρ, φωτιές στο στρατόπεδο που φαίνονται από μακριά
- (κυρίως στην αιτιατική) καίωμεν πυρὰ πολλά
Πηγές
- πυρά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυρά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.