πυρπόλησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πυρπόλησῐς | αἱ | πυρπολήσεις | ||||
| γενική | τῆς | πυρπολήσεως | τῶν | πυρπολήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | πυρπολήσει | ταῖς | πυρπολήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πυρπόλησῐν | τὰς | πυρπολήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | πυρπόλησῐ | πυρπολήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρπολήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυρπολησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πυρπόλησις < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πυρπόλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.