πυρίπνους
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- πυρίπνους < ελληνιστική κοινή πυρίπνους / πυρίπνοος[1] < αρχαία ελληνική πῦρ + πνέω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πυρίπνους
|
Αναφορές
- πυρίπνους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.