λέπυρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λέπυρον τὰ λέπυρ
      γενική τοῦ λεπύρου τῶν λεπύρων
      δοτική τῷ λεπύρ τοῖς λεπύροις
    αιτιατική τὸ λέπυρον τὰ λέπυρ
     κλητική ! λέπυρον λέπυρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπύρω
γεν-δοτ τοῖν  λεπύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λέπυρον < αρχαία ελληνική λέπ(ος) (< λέπω αποφλοιώνω) + -υρον
λέπυρον > νέα ελληνικά λέπυρο

Ουσιαστικό

λέπῡρον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

  • ἐκλεπυρόω, ἐκλεπυρῶ
  • λεπυρίζομαι
  • λεπύριον (υποκοριστικό)
  • λεπυροόω, λεπυριῶ
  • λεπυριώδης
  • λεπυρός
  • λεπυρώδης
  • λεπύχανον (φλούδα κρεμμυδιού)

Συγγενικά

  • λέπιον
  • λεπίδιον
  • λεπιόομαι, λεπιοῦμαι
  • λεπιδωτός
  • λεπίς (φλούδα, κέλυφος)
  • λέπος (φλούδι, λέπι)
  • λεπτός
  • λοπάω
  • λοπίζω (ξεφλουδίζω)
  • λόπιμος
  • λοπός (φλοιός)
  • λώπη (μανδύας, ιμάτιο)
  • και  δείτε τη λέξη λέπω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.