πύρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πύρινος | η | πύρινη | το | πύρινο |
| γενική | του | πύρινου | της | πύρινης | του | πύρινου |
| αιτιατική | τον | πύρινο | την | πύρινη | το | πύρινο |
| κλητική | πύρινε | πύρινη | πύρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πύρινοι | οι | πύρινες | τα | πύρινα |
| γενική | των | πύρινων | των | πύρινων | των | πύρινων |
| αιτιατική | τους | πύρινους | τις | πύρινες | τα | πύρινα |
| κλητική | πύρινοι | πύρινες | πύρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πύρινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πύρινος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.ɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πύ‐ρι‐νος
Επίθετο
πύρινος, -η, -ο
- που είναι από φωτιά
- ↪ πύρινο μέτωπο (το μέτωπο της πυρκαγιάς)
- φλογερός
- ↪ πύρινα λόγια
Εκφράσεις
- πύρινη λαίλαπα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πύρινος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
πύρινος, -η, -ον
Πηγές
- πύρινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πύρινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.