πυρώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυρώδης | η | πυρώδης | το | πυρώδες |
| γενική | του | πυρώδους | της | πυρώδους | του | πυρώδους |
| αιτιατική | τον | πυρώδη | την | πυρώδη | το | πυρώδες |
| κλητική | πυρώδη(ς) | πυρώδης | πυρώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυρώδεις | οι | πυρώδεις | τα | πυρώδη |
| γενική | των | πυρωδών | των | πυρωδών | των | πυρωδών |
| αιτιατική | τους | πυρώδεις | τις | πυρώδεις | τα | πυρώδη |
| κλητική | πυρώδεις | πυρώδεις | πυρώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυρώδης < αρχαία ελληνική πῠρώδης < πῦρ
Επίθετο
πυρώδης, -ης, -ες
- (λόγιο, κυριολεκτικά) που μοιάζει με φωτιά ή έχει παρόμοιο χρώμα
- (λόγιο, κυριολεκτικά) πύρινος, έμπυρος
- (λόγιο, μεταφορικά) διάπυρος, φλογερός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πυρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.