πύργος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πύργος | οι | πύργοι |
| γενική | του | πύργου | των | πύργων |
| αιτιατική | τον | πύργο | τους | πύργους |
| κλητική | πύργε | πύργοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πύργος (1) στο μεσαιωνικό κάστρο της Ρόδου
Ετυμολογία
- πύργος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πύργος
- για το πιόνι στο σκάκι < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tour
- για τον πυργίσκο < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική turret
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpiɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πύρ‐γος
Ουσιαστικό
πύργος αρσενικό
- οχυρωματική κατασκευή με μεγάλο ύψος και μικρή επιφάνεια σχετικά με το ύψος της, συχνά κυλινδρική και με πολεμίστρες· μπορεί να πρόκειται για μεμονωμένο κτίσμα ή για τμήμα ενός κάστρου
- ↪ ο Λευκός Πύργος στη Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα από τα αξιοθέατα της πόλης
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε κατασκευή με μεγάλο ύψος σχετικά με την επιφάνειά της
- ↪ τηλεπικοινωνιακός πύργος
- (αρχιτεκτονική) μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, κατοικία ευγενών κατά το Μεσαίωνα
- ↪ Ξεκίνησε με σπουδές ζώων και πορτρέτα συγγενών που ζωγράφιζε στον πύργο του στο Αλμπί, όμως η μεγάλη στροφή έγινε όταν πήγε στο Παρίσι και ανακάλυψε τον Ρενουάρ, τον Γκόγια, τον Μανέ, τον Ντεγκά, τους ιμπρεσιονιστές και την ιαπωνική τέχνη. (από άρθρο για τον Τουλούζ Λοτρέκ στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24 Ιουνίου 2001)
- (σκάκι) πιόνι σε σχήμα πύργου που μπορεί να κινείται οριζόντια και κάθετα προχωρώντας όσα τετράγωνα επιθυμεί ο παίκτης
- (τεχνολογία) το κουτί που περιέχει τη μητρική κάρτα με τον επεξεργαστή και τα άλλα εξαρτήματα ενός σταθερού προσωπικού υπολογιστή, εφόσον το ύψος του είναι μεγαλύτερο από τις άλλες δύο διαστάσεις του
- (στρατιωτικός όρος) ο πυργίσκος
Συγγενικά
- Πύργος (τοπωνύμιο)
- ροκέ
-
πύργος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
πύργος
|
Πηγές
- πύργος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πύργος | οἱ | πύργοι |
| γενική | τοῦ | πύργου | τῶν | πύργων |
| δοτική | τῷ | πύργῳ | τοῖς | πύργοις |
| αιτιατική | τὸν | πύργον | τοὺς | πύργους |
| κλητική ὦ! | πύργε | πύργοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πύργω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πύργοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πύργος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πύργος αρσενικό
Πηγές
- πύργος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πύργος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.