πυρίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυρίτης | οι | πυρίτες |
| γενική | του | πυρίτη | των | πυριτών |
| αιτιατική | τον | πυρίτη | τους | πυρίτες |
| κλητική | πυρίτη | πυρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σιδηροπυρίτης

μεγάλοι κρύσταλλοι πυρίτη από το Περού
Ετυμολογία
- πυρίτης < αρχαία ελληνική πυρίτης
Ουσιαστικό
πυρίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό με μεταλλική όψη που βγάζει σπίθες όταν χτυπηθεί με χάλυβα, πυριτόλιθος. Με το όνομα πυρίτης εννοείται συνήθως ο σιδηροπυρίτης (FeS2), αλλά συχνά και ο χαλκοπυρίτης (CuFeS2).
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πυρίτης < πῦρ
Ουσιαστικό
πυρίτης (γεν. τού πυρίτου)
- το ορυκτό χαλκοπυρίτης, ο πυριτόλιθος
- εκείνος που καταγίνεται με τη φωτιά, ο σιδηρουργός
Μεταφράσεις
πυρίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.