πυρίαμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πυρίαμα | τα | πυριάματα |
| γενική | του | πυριάματος | των | πυριαμάτων |
| αιτιατική | το | πυρίαμα | τα | πυριάματα |
| κλητική | πυρίαμα | πυριάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πυρίαμα ουδέτερο
- (ιατρική) θερμό επίθεμα για θεραπευτικό σκοπό, φιάλες θερμού ύδατος, κέραμοι θερμαί και γενικά καταπλάσματα
Μεταφράσεις
πυρίαμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.