πυρ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυρ τα πυρά
      γενική του πυρός των πυρών
    αιτιατική το πυρ τα πυρά
     κλητική πυρ πυρά
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥

Προφορά

ΔΦΑ : /piɾ/

Ουσιαστικό

πυρ ουδέτερο

  1. (λόγιο) φωτιά
  2. (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
  3. βολή πυροβόλου όπλου
      Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  4. (πληθυντικός) τα πυρά:
    1. ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
    2. (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
      Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης

Παράγωγα

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • πυρολόγος (πυρός + λέγω)= αυτός που συλλέγει σιτάρι, ο θεριστής
  • πυροπώλης (σιτέμπορος)

Επιφώνημα

πυρ!

  • (στρατιωτικό παράγγελμα) διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.