αναμετάδοση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναμετάδοση | οι | αναμεταδόσεις |
| γενική | της | αναμετάδοσης* | των | αναμεταδόσεων |
| αιτιατική | την | αναμετάδοση | τις | αναμεταδόσεις |
| κλητική | αναμετάδοση | αναμεταδόσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναμεταδόσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναμετάδοση < αναμεταδίδω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική retransmission)
Ουσιαστικό
αναμετάδοση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναμεταδίδω, η επανεκπομπή, η λήψη σημάτων και η μετάδοσή τους εκ νέου προς άλλους δέκτες
Μεταφράσεις
αναμετάδοση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.