Πύρρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πύρρος | ||
| γενική | του | Πύρρου | ||
| αιτιατική | τον | Πύρρο | ||
| κλητική | Πύρρε | |||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πύρρος < αρχαία ελληνική Πύρρος < πυρρός (ξανθός, ξανθοκόκκινος)
-
Πύρρος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πύρρος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Πύρρος | ||
| γενική | τοῦ | Πύρρου | ||
| δοτική | τῷ | Πύρρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν | Πύρρον | ||
| κλητική ὦ! | Πύρρε | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πῦρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.