μαύρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαύρος η μαύρη το μαύρο
      γενική του μαύρου της μαύρης του μαύρου
    αιτιατική τον μαύρο τη μαύρη το μαύρο
     κλητική μαύρε μαύρη μαύρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαύροι οι μαύρες τα μαύρα
      γενική των μαύρων των μαύρων των μαύρων
    αιτιατική τους μαύρους τις μαύρες τα μαύρα
     κλητική μαύροι μαύρες μαύρα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μια μαύρη ομπρέλα.
Μια φέτα μαύρο ψωμί.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαύρος

Ετυμολογία 1

μαύρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαῦρος [1] / μαυρός < με αναδρομικό σχηματισμό από την αρχαία ελληνική μαυρόω < ἀμαυρόω < αρχαία ελληνική ἀμαυρός [2]

Επίθετο

μαύρος, -η, -ο  (σχηματίζει τα παραθετικά περιφραστικά) δείτε τις #Σημειώσεις

  1. που απορροφά όλο το φως που πέφτει επάνω του
    Οι μαύρες τρύπες έχουν τόσο ισχυρή βαρυτική έλξη ώστε ούτε το φως μπορεί ξεφύγει από αυτήν.
     συνώνυμα: μέλας, σκούρος
     αντώνυμα: λευκός
  2. που έχει σκούρο χρώμα
    μαύρο ψωμί
  3. που αναφέρεται στους γηγενείς της υποσαχάριας Αφρικής
    η μαύρη φυλή
  4. (μεταφορικά) ο δυστυχισμένος
    μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
  5. (οικονομία) παράνομος, σχετικός με την παραοικονομία
    μαύρη αγορά
    μαύρα χρήματα (που δε δηλώνονται στην Εφορία)
  6. που από πρόθεση προκαλεί κακό
    μαύρη μαγεία
  7. (τυπογραφία) παχύτερος και εντονότερος τυπογραφικός χαρακτήρας (γράμμα) και η γραμματοσειρά του

Σημειώσεις

Παραθετικά:

  • περιφραστικά: συγκριτικός βαθμός: πιο μαύρος, υπερθετικός βαθμός: ο πιο μαύρος
  • μονολεκτικά: δε συνηθίζονται για τα χρώματα. Διαλεκτικοί ή παλαιότεροι (19ος αιώνας) τύποι:
    συγκριτικός βαθμός: μαυρότερος, υπερθετικός βαθμός: μαυρότατος
    συγκριτικός βαθμός: μαυρύτερος (κατά το μεγαλύτερος)
    υπερθετικός βαθμός: μαυρήτερος
  • άλλοι υπερθετικοί βαθμοί εκφράζονται με: κατάμαυρος, πάμμαυρος
  • επίσης δείτε μελανός (αρχαία ελληνικά: μέλας), μελανότερος (αρχαία ελληνικά: μελάντερος), μελανότατος (αρχαία ελληνικά: μελάντατος)

Συνώνυμα

εκφράσεις

Εκφράσεις

  • άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος
  • είμαι στις μαύρες μου
  • μαύρα μάτια
  • μαύρα μεσάνυχτα
  • μαύρα κατάστιχα
  • μαύρα κι άραχλα, μαύρα κι άραχνα
  • μαύρα πανιά
  • μαύρη αγορά
  • μαύρη αλήθεια
  • Μαύρη Ήπειρος
  • μαύρη μαγεία
  • μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα
  • μαύρη πέτρα
  • μαύρη τρύπα (αστρονομία)
  • μαύρο κουτί (αεροναυπηγική)
  • μαύρο πρόβατο
  • μαύρο φίδι
  • μαύρο χάλι
  • μαύρο χιούμορ
  • μαύρος καβαλάρης
  • μαύρος στο ξύλο
  • μαύρος χρυσός
  • πέφτω στα μαύρα πανιά
  • ρίχνω μαύρο
  • τα βάφω μαύρα
  • το άσπρο μαύρο
  • φοράω μαύρα

Συγγενικά

Σύνθετα

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαύρος οι μαύροι
      γενική του μαύρου των μαύρων
    αιτιατική τον μαύρο τους μαύρους
     κλητική μαύρε μαύροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαύρος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό μαύρος και σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική black[1]

Ουσιαστικό

μαύρος αρσενικό (θηλυκό μαύρη)

  1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή
     συνώνυμα: νέγρος, μελαμψόδερμος, υποσαχάριος
  2. για το κύριο όνομα  δείτε τη λέξη Μαύρος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μαύρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

  • Στουγιαννίδης, Άρης. (2015) Μαύρο. Ετυμολογική και γλωσσολογική μονογραφία για το μαύρο χρώμα. Αέναον. pdf @academia.edu πρόσβαση:2020.02.19.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.