μαῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μαῦρος | τὸ | μαῦρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μαύρου | τοῦ | μαύρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μαύρῳ | τῷ | μαύρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μαῦρον | τὸ | μαῦρον | ||
| κλητική ὦ! | μαῦρε | μαῦρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μαῦροι | τὰ | μαῦρᾰ | ||
| γενική | τῶν | μαύρων | τῶν | μαύρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μαύροις | τοῖς | μαύροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μαύρους | τὰ | μαῦρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μαῦροι | μαῦρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαύρω | τὼ | μαύρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μαύροιν | τοῖν | μαύροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
μαῦρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερο τύπος του ἀμαυρός: μαύρος
- ※ <μαῦρον>· τὸ ἀμαυρόν. ἀσθενές. ἢ μωρόν (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Μ)
Σημειώσεις
- σπάνιος τύπος στην αρχαία ελληνική. Απαντά στον Ησύχιο και σε κάποιους κώδικες αντί του μαυρός/ἀμαυρός. Η χρήση του καθιερώνεται στα βυζαντινά χρόνια.
Αναφορές
- μαύρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μαῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.