Αφρική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αφρική | οι | Αφρικές |
| γενική | της | Αφρικής | των | Αφρικών |
| αιτιατική | την | Αφρική | τις | Αφρικές |
| κλητική | Αφρική | Αφρικές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(W3).svg.png.webp)
Η θέση της Αφρικής στην υφήλιο
Ετυμολογία
- Αφρική < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἀφρική < λατινική Africa < Afer (ο κάτοικος της Καρχηδόνας)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fɾiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐φρι‐κή
Κύριο όνομα
Αφρική θηλυκό
- το όνομα μιας από τις έξι ηπείρους
- μικρές Αφρικές, μη αφρικανικές χώρες ή πόλεις με πολλούς Αφρικανούς στην καταγωγή κατοίκους
Συγγενικά
- αφρικάανς
- αφρικανικός (και αφρικάνικος)
- Αφρικανός (και Αφρικάνος)
Σύνθετα
- αφρικανοαμερικανικός (αφροαμερικανικός)
- Αφρικανοαμερικανός (Αφροαμερικανός)
- αφρικανολλανδικά
-
Αφρική στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αφρική
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.