παράνομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράνομος η παράνομη το παράνομο
      γενική του παράνομου της παράνομης του παράνομου
    αιτιατική τον παράνομο την παράνομη το παράνομο
     κλητική παράνομε παράνομη παράνομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράνομοι οι παράνομες τα παράνομα
      γενική των παράνομων των παράνομων των παράνομων
    αιτιατική τους παράνομους τις παράνομες τα παράνομα
     κλητική παράνομοι παράνομες παράνομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παράνομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράνομος < παρά- + νόμ(ος) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.no.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράνομος

Επίθετο

παράνομος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  1. ο εκτός των ορίων του νομίμου, είτε λόγω έλλειψης των απαραίτητων προϋποθέσεων του νομίμου, είτε λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων αλλά με παρουσία επιπλέον στοιχείων που καθιστούν ρητά το σύνολο παραβατικό του νόμου
  2. αντίθετος με τις κοινωνικές συμβάσεις, ακόμη κι αν δεν απαγορεύεται από τους νόμους
    Είχε μια παράνομη σχέση με τη γραμματέα του.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις παρά και νόμος

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

παράνομος αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παράνομος τὸ παράνομον
      γενική τοῦ/τῆς παρανόμου τοῦ παρανόμου
      δοτική τῷ/τῇ παρανόμ τῷ παρανόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν παράνομον τὸ παράνομον
     κλητική ! παράνομε παράνομον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παράνομοι τὰ παράνομ
      γενική τῶν παρανόμων τῶν παρανόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς παρανόμοις τοῖς παρανόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παρανόμους τὰ παράνομ
     κλητική ! παράνομοι παράνομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρανόμω τὼ παρανόμω
      γεν-δοτ τοῖν παρανόμοιν τοῖν παρανόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παράνομος < παρά- + νόμ(ος) + -ος

Επίθετο

παράνομος, -ος, -ον, συγκριτικός:παρανομώτερος, υπερθετικός: παρανομώτατος

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.