κατράμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατράμι | τα | κατράμια |
| γενική | του | κατραμιού | των | κατραμιών |
| αιτιατική | το | κατράμι | τα | κατράμια |
| κλητική | κατράμι | κατράμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατράμι < (άμεσο δάνειο) ιταλική catrame (πίσσα) < αραβική قطران (qaṭrān)
Ουσιαστικό
κατράμι ουδέτερο
- κατράνι
Σύνθετα
Αναφορές
- Νίκος Μάργαρης, Η επιστημονική αλήθεια για τις πυρκαγιές, στο «Το Βήμα». Δημοσίευση 1999-05-16. Αρχειοθέτηση 2021-08-06 . Πρόσβαση 2021-08-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.