παραοικονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραοικονομία οι παραοικονομίες
      γενική της παραοικονομίας των παραοικονομιών
    αιτιατική την παραοικονομία τις παραοικονομίες
     κλητική παραοικονομία παραοικονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραοικονομία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παραοικονομία θηλυκό

  • μαύρη εργασία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.