παραοικονομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραοικονομία | οι | παραοικονομίες |
| γενική | της | παραοικονομίας | των | παραοικονομιών |
| αιτιατική | την | παραοικονομία | τις | παραοικονομίες |
| κλητική | παραοικονομία | παραοικονομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραοικονομία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
παραοικονομία θηλυκό
- η μη επίσημη καταγραφή από το κράτος των οικονομικών δραστηριοτήτων ατόμων κι επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα τη φοροδιαφυγή· η αδήλωτη στις φορολογικές, εργασιακές και λοιπές ελεγκτικές αρχές οικονομική δραστηριότητα
- μαύρη εργασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.