μαύρη
Νέα ελληνικά
(el)
Ουσιαστικό
μαύρη
θηλυκό
αυτή που ανήκει στη
μαύρη
φυλή
η
μαύρη αγορά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μαύρη
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
μαύρος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.