μαύρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.vɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαύρα

  • παλιότερη γραφή: μαῦρα
  • μάβρα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μαύρα
      γενική των μαύρων
    αιτιατική τα μαύρα
     κλητική μαύρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαύρα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαύρος στον πληθυντικό ή ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός του μαύρο (εννοείται χρώμα)

Ουσιαστικό

μαύρα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. μαύρα ρούχα (για πένθος)
    • στις εκφράσεις: φοράω μαύρα, τα βάφω μαύρα
  2. μαύρα πιόνια σε παιχνίδι με λευκά - μαύρα (όπως στο σκάκι)
    Πρώτα παίζουν τα άσπρα, και μετά τα μαύρα.
  3. (γενικότερα) το μαύρο χρώμα
    Δε μ' αρέσουν τα μαύρα, τα μοβ και τα σκούρα. Μου αρέσουν τα φωτεινά χρώματα.

Εκφράσεις

και μαύρος#Εκφράσεις

Ετυμολογία 2

μαύρα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαύρα

Εκφράσεις

δείτε μαύρος#Εκφράσεις όπως

  • μαύρα μάτια
  • μαύρα μεσάνυχτα
  • μαύρα πανιά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.