αναδρομικός σχηματισμός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδρομικός σχηματισμός < → δείτε τις λέξεις αναδρομικός και σχηματισμός μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική back-formation
Προφορά
- ΔΦΑ : /anaðɾomiˈkos sçimatiˈzmos/
Πολυλεκτικός όρος
αναδρομικός σχηματισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) η κατ’ αναλογία παραγωγή και σχηματισμός μιας λέξης με τρόπο που κανονικά θα έπρεπε να είχε την αντίθετη φορά
- ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Ενώ κανονικά το ρήμα συνοδεύω θα έπρεπε να παράγεται από το ουσιαστικό συνοδός, χρονικά συνέβη το αντίθετο: πρώτα εμφανίστηκε στην ελληνιστική εποχή η λέξη συνοδεύω και στη συνέχεια με αναδρομικό τρόπο πλάστηκε η λέξη συνοδός.
- Κεφάλαιο 4. Αναδρομική παραγωγή - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
- Κατηγορία:Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
αναδρομικός σχηματισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.