black

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός black
συγκριτικός blacker / more black
υπερθετικός blackest / most black

black (en)

  1. (χρώμα) μαύρος
  2. σκέτος, για τσάι ή καφέ χωρίς γάλα
    She drinks her coffee black.
    Πίνει τον καφέ της σκέτο.
  3. μαύρος, για χιούμορ που αντιμετωπίζει με χιουμοριστικό τρόπο δυσάρεστα ή τρομερά πράγματα
    a black comedy - μαύρη κωμωδία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
black blacks

black (en)

Ρήμα

ενεστώτας black
γ΄ ενικό ενεστώτα blacks
αόριστος blacked
παθητική μετοχή blacked
ενεργητική μετοχή blacking

black (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.