ἀμαυρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμαυρός | ἡ | ἀμαυρᾱ́ | τὸ | ἀμαυρόν |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀμαυροῦ | τῆς | ἀμαυρᾶς | τοῦ | ἀμαυροῦ |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀμαυρῷ | τῇ | ἀμαυρᾷ | τῷ | ἀμαυρῷ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμαυρόν | τὴν | ἀμαυρᾱ́ν | τὸ | ἀμαυρόν |
| κλητική ὦ! | ἀμαυρέ | ἀμαυρᾱ́ | ἀμαυρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμαυροί | αἱ | ἀμαυραί | τὰ | ἀμαυρᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἀμαυρῶν | τῶν | ἀμαυρῶν | τῶν | ἀμαυρῶν |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμαυροῖς | ταῖς | ἀμαυραῖς | τοῖς | ἀμαυροῖς |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμαυρούς | τὰς | ἀμαυρᾱ́ς | τὰ | ἀμαυρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἀμαυροί | ἀμαυραί | ἀμαυρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμαυρώ | τὼ | ἀμαυρᾱ́ | τὼ | ἀμαυρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμαυροῖν | τοῖν | ἀμαυραῖν | τοῖν | ἀμαυροῖν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἀμαυρός' όπως «ἀμαυρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀμαυρός < Πιθανόν συνδέεται με το ἀμυδρός[1]
Επίθετο
ἀμαυρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν
Αναφορές
- «αμαυρώνω», «μαύρος» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀμαυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμαυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.