μεγαλύτερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεγαλύτερος | η | μεγαλύτερη | το | μεγαλύτερο |
| γενική | του | μεγαλύτερου | της | μεγαλύτερης | του | μεγαλύτερου |
| αιτιατική | τον | μεγαλύτερο | τη | μεγαλύτερη | το | μεγαλύτερο |
| κλητική | μεγαλύτερε | μεγαλύτερη | μεγαλύτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεγαλύτεροι | οι | μεγαλύτερες | τα | μεγαλύτερα |
| γενική | των | μεγαλύτερων | των | μεγαλύτερων | των | μεγαλύτερων |
| αιτιατική | τους | μεγαλύτερους | τις | μεγαλύτερες | τα | μεγαλύτερα |
| κλητική | μεγαλύτεροι | μεγαλύτερες | μεγαλύτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μεγαλύτερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του μεγάλος
- ↪ Πήρε μεγαλύτερο βαθμό
- ↪ Πήρε τον μεγαλύτερο βαθμό στην τάξη (με άρθρο, σχετικός υπερθετικός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.