μαυρίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαυρίλα οι μαυρίλες
      γενική της μαυρίλας
    αιτιατική τη μαυρίλα τις μαυρίλες
     κλητική μαυρίλα μαυρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαυρίλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μαυρίλα θηλυκό (πληθυντικός μαυρίλες)

  1. η μεγάλη έκταση όπου κυριαρχεί το μαύρο χρώμα
  2. η σκοτεινιά
  3. (μεταφορικά) η απουσία ελπίδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.