μαυράδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαυράδι | τα | μαυράδια |
| γενική | του | μαυραδιού | των | μαυραδιών |
| αιτιατική | το | μαυράδι | τα | μαυράδια |
| κλητική | μαυράδι | μαυράδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαυράδι < μεσαιωνική ελληνική μαυράδι < μαύρος + -άδι
Ουσιαστικό
μαυράδι ουδέτερο
- μια μαύρη ή σκουρόχρωμη επιφάνεια σ' ένα ανοιχτόχρωμο πλαίσιο
- η κόρη του ματιού
- Στην πέτρα της υπομονής / κάθισες προς το βράδυ / με του ματιού σου το μαυράδι / δείχνοντας πως πονείς. (Γιώργος Σεφέρης, Η λυπημένη)
Συγγενικά
- μαυραδάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.